- τοκολόγιο
- τοβιβλίο που αναγράφει τους τόκους κεφαλαίων ανάλογα με το επιτόκιο και το χρόνο τοκισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοκολόγιο — το, Ν (οικον.) σύνολο πινάκων που παρέχουν τον ζητούμενο τόκο τής μονάδας τού κεφαλαίου για ορισμένο χρονικό διάστημα και για δεδομένο επιτόκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + λόγιο (< λόγος*). Η λ., στον λόγιο τ. τοκολόγιον, μαρτυρείται από το 1853 ως … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek